ΕΤΡΩΓΑΝ
κάποτε μαζὶ σὲ κοινὸ τραπέζι ὅλοι οἱ Γέροντες τῆς σκήτης. Ὁ Ἀββᾶς
Ἁλώνιος, σὰν νεώτερος ποὺ ἦταν, στεκόταν καὶ τοὺς ὑπηρετοῦσε. Οἱ
Πατέρες εἶπαν γι’ αὐτὸν λόγια ἐπαινετικά. Ἐκεῖνος ἔσκυψε τὸ κεφάλι
ταπεινά, χωρὶς ν’ ἀποκριθῇ καθόλου.
- Γιατί δὲν μίλησες, Ἀββᾶ, ὅταν σ’ ἐγκωμίαζαν οἱ Γέροντες;
τὸν ρώτησε ὕστερα κάποιος ἀδελφός, ποὺ ἔτυχε νὰ βρίσκεται μπροστά.
- Ἂν μιλοῦσα, θὰ ἔδειχνα πὼς δέχτηκα τὸν ἔπαινο, ἀποκρίθηκε
ἐκεῖνος, ἐνῶ στὴν πραγματικότητα τὸν ἀποστρέφεται ἡ ψυχή μου.
[Ἀπό τό βιβλίο "Σταλαγματιές από την πατερική σοφία", ἀδ. Θεοδώρας Χαμπάκη, Κεφ. Ζ, παρ. 1.43]