Ζ-1.48, ΤΑΠΕΙΝΟΦΡΟΣΥΝΗ, (17/8/22).

ΤΑΠΕΙΝΟΦΡΟΣΥΝΗΞΕΚΙΝΗΣΑΝ κάποτε ἀπὸ πολὺ μακριὰ τρεῖς Ἐρημῖτες νὰ βροῦν τὸν Ὅσιο Σισώη καὶ νὰ συνομιλήσουν μαζί του. Καθένας εἶχε κάποια ἀπορία νὰ τοῦ λύσῃ:
- Πῶς θὰ ξεφύγω, Ἀββᾶ, τὸν πύρινο ποταμό; ρώτησε ὁ πρῶτος.
Ὁ Γέροντας τὸν ἄκουσε, ἀλλὰ δὲν τοῦ ἔδωσε ἀπόκρισι.
- Πῶς θὰ γλιτώσω τάχα ἀπὸ τὸ βρυγμὸ τῶν ὀδόντων καὶ τὸν ἀκοίμητο σκώληκα; ἔκανε ὁ δεύτερος.
Οὔτε σ’ αὐτὸν ἀπάντησε ὁ Ἀββᾶς Σισώης.
- Τί νὰ κάνω, Ἀββᾶ πού ἡ ἐνθύμησις τοῦ ἐξωτέρου σκότους δὲν μ’ ἀφήνει στιγμὴ ἥσυχο; Εἶπε ὁ τρίτος.
- Ἐγὼ ἀδελφοί μου, εἶπε τότε ὁ Ὅσιος, τίποτε ἀπ’ ὅλα αὐτὰ δὲν συλλογίζομαι. Ἐλπίζω μόνο πὼς ἡ εὐσπλαχνία τοῦ Κυρίου μου, θὰ μὲ σώση.
Στενοχωρημένοι οἱ Ἐρημίτες, ποὺ ἔμειναν ἄλυτες οἱ ἀπορίες τους, σηκώθηκαν νὰ φύγουν. Τότε ὁ ἅγιος Γέροντας τοὺς εἶπε:
- Εἶσθε πραγματικὰ εὐτυχισμένοι ἀδελφοί, καὶ ὁμολογουμένως σᾶς ζηλεύω, γιατί μὲ τὶς σκέψεις ποὺ κάνετε εἶναι ἀδύνατο νὰ παρασυρθῆτε στὴν ἁμαρτία. Ἀλλοίμονο ἀπὸ μένα τὸ σκληρόκαρδο, ποὺ οὔτε βάζω στὸ νοῦ μου πὼς ὑπάρχει κόλασις γιὰ τοὺς ἀνθρώπους καὶ ἀμέριμνος ἁμαρτάνω κάθε στιγμή.
Θαυμάζοντας τὴν ταπεινοσύνη τοῦ Ὁσίου οἱ Ἐρημίτες, τοῦ ἔβαλαν μετάνοια κι ἔλεγαν μεταξύ τους:
- Ὅτι ἀκούσαμε γι’ αὐτόν, τὰ εἴδαμε καὶ στὴν πραγματικότητα.

[Ἀπό τό βιβλίο "Σταλαγματιές από την πατερική σοφία", ἀδ. Θεοδώρας Χαμπάκη, Κεφ. Ζ, παρ. 1.48]