Ζ-1.56, ΤΑΠΕΙΝΟΦΡΟΣΥΝΗ, (7/9/22).

ΤΑΠΕΙΝΟΦΡΟΣΥΝΗΔΥΟ ΑΔΕΛΦΙΑ πῆγαν μαζὶ στὴν ἔρημο κι ἀσκήτευαν στὴν ἴδια καλύβη. Ὁ διάβολος φθονῶντας τὴν ἀγάπη τους, βάλθηκε νὰ τοὺς χωρίση.
Ἕνα βράδυ ὁ νεώτερος πῆγε ν’ ἀνάψῃ τὸ λυχνάρι, ἔσπρωξε ἄθελά του τὸ λυχνοστάτη, τὸν ἀναποδογύρισε καὶ χύθηκε τὸ λάδι. Ὁ μεγαλύτερος θύμωσε καὶ τοῦ ἔδωσε ἕνα μπάτσο. Τότε ὁ πιὸ μικρός, χωρὶς νὰ ταραχτῇ, ἔσκυψε, τοῦ ἔβαλε μετάνοια καὶ εἶπε ταπεινά:
- Συγχώρησε τὴν ἀπροσεξία μου, Ἀδελφέ. Τώρα ἀμέσως θὰ ἑτοιμάσω ἄλλο.
Τὴν ἴδια νύχτα ἕνας εἰδωλολάτρης ἱερεύς, ποὺ ἔτυχε νὰ βρίσκεται μέσα στὸ εἰδώλειο, ἄκουσε τὰ δαιμόνια νὰ κάνουν δικαστήριο μεταξύ τους. Ἕνα ἀπ’ αὐτὰ ὠμολόγησε ντροπιασμένο στὸν ἀρχηγό του:
- Πηγαίνω καὶ κάνω ἄνω κάτω τοὺς Μοναχούς. Μὰ τί φταίω, ὅταν κάποιος ἀπ’ αὐτοὺς γυρίζει καὶ βάζη στὸν ἄλλο μετάνοια καὶ μοῦ καταστρέφη ὅλη τη δουλειά;
Ἀκούγοντας αὐτὰ ὁ εἰδωλολάτρης, ἔγινε εὐθὺς χριστιανὸς κι ἀποτραβήχτηκε στὴν ἔρημο. Σ’ ὅλη του τὴ ζωὴ κράτησε στὴν καρδιὰ του τὴν ταπείνωσι καὶ στὸ στόμα του εἶχε διαρκῶς πρόχειρο τὸ «συγχώρησόν με».

[Ἀπό τό βιβλίο "Σταλαγματιές από την πατερική σοφία", ἀδ. Θεοδώρας Χαμπάκη, Κεφ. Ζ, παρ. 1.56]