ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΙ
ἀπὸ τὴ Θηβαίδα ἔφεραν ἁλυσοδεμένο κάποιο δαιμονισμένο σ’ ἕνα Γέροντα
Ἐρημίτη νὰ τὸν κάνη καλά. Ὁ Ὅσιος ἐξώρκισε τὸ πονηρὸ πνεῦμα νὰ φύγη
ἀπὸ τὸ πλάσμα τοῦ Θεοῦ.
- Δὲ βγαίνω, φώναξε ἐκεῖνο, ἂν δέ μου εἰπῆς πρῶτα ποιοὶ εἶναι τὰ
ἐρίφια καὶ ποιοὶ τὰ ἀρνία, ποὺ λέει ὁ Χριστός.
- Ἐγὼ εἶμαι ἀπὸ τὰ ἐρίφια, ἀποκρίθηκε ὁ Γέροντας. ’Ὅσο γιὰ τὰ ἀρνία
Του, Ἐκεῖνος τὰ γνωρίζει.
- Ἡ ταπείνωσί σου μὲ διώχνει, φώναξε φοβισμένο τὸ δαιμόνιο, καὶ
βγῆκε ἀπὸ τὸν δυστυχισμένο, ποὺ εἶχε τόσο βασανίσει.
[Ἀπό τό βιβλίο "Σταλαγματιές από την πατερική σοφία", ἀδ. Θεοδώρας Χαμπάκη, Κεφ. Ζ, παρ. 1.57].