ΕΝΑΣ πολὺ ταπεινὸς σὲ κάποιο Κοινόβιο, ἀκολουθῶντας πιστὰ τὴν
προτροπὴ τοῦ ἀποστόλου «ἀλλήλων τὰ βάρη βαστάζετε», ὅταν ἔσφαλλε
κανένας ἀπὸ τοὺς Μοναχοῦς, ἔπαιρνε αὐτὸς τὴν εὐθύνη, κατηγοροῦσε τὸν
ἑαυτό του καὶ δεχόταν εὐχαρίστως τὶς τιμωρίες ποὺ τοῦ ἐπέβαλλαν.
Μερικοὶ Καλόγεροι ὅμως ποὺ δὲν ἔβλεπαν τὴν ἀρετὴ τοῦ ἀδελφοῦ, ἀλλὰ
κάποια ἀδεξιότητα ποὺ εἶχε στὸ ἐργόχειρο - ἦταν λίγο ἀργός, τὸν
κατηγοροῦσαν συχνὰ καὶ ἔλεγαν μεταξύ τους:
- Κύτταξε ΄κεῖ πόσα σφάλματα κάνει διαρκῶς καὶ γιὰ τίποτε δὲν εἶναι
ἱκανός.
Ὁ Ἡγούμενος ὅμως, ποὺ ἤξερε καλὰ πόσο ἐνάρετος ἦταν ὁ ἀδελφός, ἔλεγε
σ’ ἐκείνους ποὺ τὸν κατηγοροῦσαν:
- Προτιμῶ ἕνα δικό του ψαθί, πλεγμένο μὲ ταπεινοσύνη, ἀπὸ ὅσα
φτιάχνετε ἐσεῖς μὲ ὑπερηφάνεια.
Μία μέρα, ποὺ ἔπιασε πάλι ὁ Ἡγούμενος τοὺς καλογήρους νὰ κατακρίνουν
τὸν ἀδελφὸ γιὰ τὴν ἀδεξιότητά του, πῆρε ἀπὸ τὰ χέρια τοὺς τὰ καλάθια
ποὺ ἔπλεκαν καὶ τὰ πέταξε στὴ φωτιά, ποὺ ἦταν ἀναμμένη στὴ μέση της
αὐλῆς. Πέταξε μαζὶ καὶ τὸ καλάθι τοῦ ταπεινοῦ ἀδελφοῦ. Ὅλων τῶν
ἄλλων ἔγιναν σὲ λίγο στάχτη, τὸ δικό του βγῆκε ἀκέραιο ἀπὸ τὴ φωτιά.
Βλέποντας αὐτὸ τὸ θαῦμα οἱ φιλοκατήγοροι καλόγεροι, ἔβαλαν μετάνοια
στὸν ἀδελφὸ καὶ τοῦ ζήτησαν συγνώμη. Ἀπὸ τότε τὸν τιμοῦσαν σὰν
πνευματικὸ Πατέρα.
[Ἀπό
τό βιβλίο "Σταλαγματιές από την πατερική σοφία", ἀδ. Θεοδώρας
Χαμπάκη, Κεφ. Ζ, παρ. 1.62].