ΕΝΑΣ νέος εὐσεβῆς πῆγε νὰ ἐπισκεφθῇ κάποιον Γέροντα Ἐρημίτη.
- Πῶς περνᾶς, Ἀββᾶ; τὸν ρώτησε.
- Πολὺ ἄσχημα, παιδί μου.
- Γιατί, Ἀββᾶ;
- Ἔχω σαράντα χρόνια ἐδῶ, ἀποκρίθηκε ὁ Γέροντας στενάζοντας βαθειά,
ποὺ δὲν κάνω τίποτε ἄλλο ἀπὸ τὸ νὰ καταριέμαι κάθε μέρα τὸν ἴδιο μου
τὸν ἑαυτό, ἀφοῦ στὴν προσευχή, ποὺ κάνω, λέω στὸν Θεό: «ἐπικατάρατοι
οἱ ἐκκλίνοντες ἀπὸ τῶν ἐντολῶν σου».
Ἀκούοντας τὸν Ἐρημίτη νὰ μιλάῃ ἔτσι γιὰ τὸν ἑαυτό του, θαύμασε τὴν
ταπεινοσύνη του ὁ νέος κι ἀποφάσισε νὰ τὸν μιμηθῇ.
[Ἀπό τό βιβλίο "Σταλαγματιές από την πατερική σοφία", ἀδ. Θεοδώρας Χαμπάκη, Κεφ. Ζ, παρ. 1.63].