ΠΡΟΣΚΑΛΕΣΕ κάποτε ἐπισήμως στὴν Κωνσταντινούπολι τὸν Ὅσιο Ἀντώνιο, ὁ
αὐτοκράτωρ Μέγας Κωνσταντῖνος. Ὁ Ὅσιος ἔπεσε σὲ μεγάλη συλλογή. Δὲν
ἤξερε τί ν’ ἀποφασίσῃ, ν’ ἀρνηθῇ στὸν αὐτοκράτορα ἢ νὰ θυσιάσῃ τὴν
ἀγαπημένη του ἐρημία. Τελικὰ σκέφτηκε νὰ ρωτήσῃ τὸ μαθητή του, τὸν
Παῦλον τὸν Ἁπλοῦν.
- Τί λές, παππούλη - ἔτσι τὸν ἔλεγε συνήθως, γιατί ἔγινε στὰ
γεράματά του μοναχός- πρέπει νὰ πάω στὴν Κωνσταντινούπολι;
- Ἂν πᾶς, τοῦ ἀποκρίθηκε ἐκεῖνος μὲ τὴν ἁπλότητα ποὺ τὸν
χαρακτήριζε, θὰ εἶσαι Ἀντώνιος, ἂν ὅμως ἀρνηθῆς νὰ πᾶς, θὰ εἶσαι
Μέγας Ἀντώνιος.
Κι ὁ Μέγας Πατῆρ, ἀκολουθῶντας ταπεινὰ τὴν ὑπόδειξι τοῦ ὑποτακτικοῦ
του, ἀρνήθηκε νὰ πάῃ.
[Ἀπό τό βιβλίο "Σταλαγματιές από την πατερική σοφία", ἀδ. Θεοδώρας Χαμπάκη, Κεφ. Ζ, παρ. 1.76].