Ζ-1.77, ΤΑΠΕΙΝΟΦΡΟΣΥΝΗ, (11/12/22).

Ο ΑΒΒΑΣ ΟΛΥΜΠΙΟΣ φιλοξένησε μία ἡμέρα στὸ κελλὶ του ἕναν εἰδωλολάτρη ἱερέα, ποὺ εἶχε παραπλανηθῇ στὴν ἔρημο. Ὁ ξένος θαύμασε τὴ σκληρὴ ζωὴ τοῦ ἐρημίτου καὶ τοῦ εἶπε:
- Ὕστερα ἀπὸ τόσες θυσίες ποὺ κάνετε γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ σας, σεῖς οἱ Μοναχοί, φαντάζομαι πόσες ἀποκαλύψεις καὶ τί μυστήρια θὰ σᾶς δείχνῃ κάθε μέρα.
- Ὄχι, ἀποκρίθηκε ὁ Ἀββᾶς, τέτοιο πράγμα δὲν συμβαίνει.
- Ὤ, ἔκανε ἔκπληκτος ὁ εἰδωλολάτρης, τότε θ’ ἀφήνετε πονηροὺς λογισμοὺς στὴν καρδιά σας, πού σᾶς χωρίζουν ἀπὸ τὸν Θεό, γι’ αὐτὸ δέν σᾶς φανερώνει μυστήρια.
Ἀργότερα φανέρωσε στοὺς Γέροντας ὁ Ἀββᾶς Ὀλύμπιος τὰ λόγια τοῦ ξένου του κι ἐκεῖνοι παραδέχτηκαν πὼς εἶχε δίκιο.

[Ἀπό τό βιβλίο "Σταλαγματιές από την πατερική σοφία", ἀδ. Θεοδώρας Χαμπάκη, Κεφ. Ζ, παρ. 1.77].

 

ΤΑΠΕΙΝΟΦΡΟΣΥΝΗ

Ζ-1.78, ΤΑΠΕΙΝΟΦΡΟΣΥΝΗ, (11/12/22).

ΟΤΑΝ ἤμουν νεώτερος, διηγεῖτο στοὺς ἀδελφοὺς ὁ Ἀββᾶς Μακάριος, ἔπεσα κάποτε σὲ ἀκηδία. Βγῆκα λοιπὸν ἀπὸ τὴν καλύβα μου καὶ περιπλανώμουν ἄσκοπα στὴν ἔρημο, γιὰ νὰ διασκεδάσω τὴ θλίψι μου. Ἐπιθυμοῦσα νὰ βρῷ κάποιον ἄνθρωπο νὰ μοῦ εἰπῇ δυὸ λόγια ὠφέλιμα. Ξαφνικὰ εἶδα μπροστά μου ἕνα μικρὸ τσοπανόπουλο, ποὺ ἔβοσκε πιὸ κάτω τὶς ἀγελάδες του. Μοῦ ἦλθε τότε στὸ λογισμὸ νὰ τὸ ρωτήσω:
- Τί νὰ κάνω, παιδί μου, ποῦ πεινῶ;
- Καὶ δὲν τρῶς; Μοῦ ἀποκρίθηκε, σηκώνοντας μ’ ἀδιαφορία τοὺς ὤμους του.
- Ἔφαγα, γυιέ μου, μὰ ξαναπείνασα.
- Φᾶγε πάλι, μοῦ εἶπε.
- Ἔφαγα καὶ ξανάφαγα ὁ δόλιος, μὰ πάλι πεινῶ.
- Μὰ βόιδι εἶσαι, Ἀββᾶ, ποὺ θὲς διαρκῶς νὰ μασουλίζῃς, μοῦ εἶπε, ξεσπῶντας σ’ ἕνα περιπαιχτικὸ γέλιο.
- Καλά σοῦ λέει τὸ παιδί, εἶπα στὸ λογισμό μου, καὶ γύρισα διδαγμένος στὸ κελλί μου.

[Ἀπό τό βιβλίο "Σταλαγματιές από την πατερική σοφία", ἀδ. Θεοδώρας Χαμπάκη, Κεφ. Ζ, παρ. 1.78].