ΔΥΟ Ἐπίσκοποι σὲ γειτονικὲς ἐπαρχίες, ὁ ἕνας πλούσιος καὶ ἰσχυρός, ὁ
ἄλλος φτωχὸς καὶ ταπεινός, παρεξηγήθηκαν κάποτε γι’ ἀσήμαντη ἀφορμή.
Ἀπὸ τότε ζητοῦσε ὁ πλούσιος εὐκαιρία νὰ ἐκδικηθῇ τὸ φτωχό. Ἐκεῖνος
ὅμως δὲ φοβήθηκε κι ἔλεγε συχνὰ στοὺς κληρικούς του:
- Κάνετε ὑπομονή, Ἀδελφοί, ἐμεῖς θὰ νικήσωμε στὸ τέλος.
Σ’ ἕνα μεγάλο πανηγύρι, ποὺ ὁ πλούσιος Ἐπίσκοπος μὲ πομπὴ ἀτέλειωτη
λιτάνευε τὴν εἰκόνα τοῦ Ἁγίου πού γιόρταζε, ὁ γείτονάς του πῆρε
ὅλους τους κληρικούς του καὶ πῆγε στὴν ἐπαρχία του.
- Θὰ κάνετε ὅ,τι κάνω ἐγώ, τοὺς εἶπε, καὶ σήμερα, μὲ τὴ δύναμι τοῦ
Θεοῦ, θὰ τὸν νικήσωμε.
- Τί ἔχει στὸ νοῦ τοῦ τάχα νὰ κάνη; ἔλεγαν μὲ ἀπορία ἐκεῖνοι μεταξύ
τους.
Σὰν ἔφτασαν στὴ γειτονικὴ πόλι, ἡ πομπὴ βρισκόταν στὸν πιὸ κεντρικὸ
δρόμο. Τότε ὁ ταπεινὸς Ἐπίσκοπος, μὲ ὅλο του τὸν κλῆρο, ἔπεσε στὰ
πόδια τοῦ ἀντιπάλου του καὶ εἶπε δυνατὰ γιὰ ν’ ἀκουστῆ ἀπ’ ὅλους:
- Συγχώρεσέ μας, δέσποτα, δοῦλοι σου εἴμαστε ὅλοι.
Ὁ ἰσχυρὸς Ἐπίσκοπος ἐκάμφθηκε καί, διώχνοντας τὴ σκληρότητα ἀπὸ τὴν
καρδιά του, ἀγκάλιασε τὸν ἀδελφό του καὶ τοῦ εἶπε ταπεινά:
- Σὺ εἶσαι Πατέρας καὶ δεσπότης μου.
Ἀπὸ τὴν ἡμέρα ἐκείνη ἀπόκτησαν μεγάλη φιλία μεταξύ τους.
- Δὲν σᾶς ἔλεγα, τέκνα μου, πώς θὰ τὸν νικήσωμε; Ἔλεγε ὁ φτωχὸς
Ἐπίσκοπος στοὺς κληρικούς του. Ἡ ταπεινοσύνη εἶναι ἀληθινὴ δύναμι
στὴ ζωή.
[Ἀπό τό βιβλίο "Σταλαγματιές από την πατερική σοφία", ἀδ. Θεοδώρας Χαμπάκη, Κεφ. Ζ, παρ. 1.82].