Ο ΑΒΒΑΣ Σέργιος διηγεῖτο τό ἀκόλουθο περιστατικό στούς ὑποτακτικούς
του γιά νά τούς ἀποδείξη πόσο κερδίζει ὁ ταπεινός:
- Κάποτε κατεβαίναμε στήν πόλι μέ τόν μακαρίτη τόν Γέροντά μου
καί δύο ἀκόμη Ἀδελ-φούς. Στό δρόμο, χωρίς νά τά καταλάβωμε, πέσαμε
σ' ἕνα χωράφι καί πατήσαμε λίγα σπαρ-τά. Μόλις τό πῆρε εἴδηση ὁ
ἰδιοκτήτης, πού ἔσκαβε πιό πέρα, ἔγινε ἔξω φρενῶν ἀπό τό θυμό του.
Ἦλθε κοντά μας κι' ἄρχισε νά μᾶς βρίζῃ μέ τό χειρότερο τρόπο:
- Καλόγεροι εἴσαστε σεῖς; Ἔχετε Θεό μέσα σας; Ἄν φοβόσαστε τό Θεό,
θά ὑπολογίζατε τούς ξένους κόπους.
- Γιά τήν αγάπη τοῦ Χριστοῦ, μήν ἀπαντήση κανένας, μᾶς ψιθύρισε ὁ
Γέροντας. Ὕστερα γύρισε στό χωριάτη μέ ταπεινοσύνη:
- Ἔχεις δίκιο, παιδί μου, τοῦ εἴπε, ἄν εἴχαμε φόβο Θεοῦ θά προσέχαμε
καί δέ θά κάναμε τέτοια ζημιά. Σφάλαμε, συγχώρεσέ μας, για τήν ἀγάπη
τοῦ Κυρίου.
Με μιᾶς ὁ χωρικός ἠρέμησε. Τά ταπεινά λόγια τοῦ Γέροντος ἔσβυσαν τό
θυμό του. Ντρά-πηκε γιά ὅσα προηγουμένως εἶχε εἰπῆ καί πέφτοντας στά
γόνατα τοῦ εἶπε:
- Συγχώρεσέ με, ἄνθρωπε τοῦ Θεοῦ, καί πᾶρε με μαζί σου νά γίνω κι
ἐγώ Καλόγερος.
Ο Γέροντας τόν δέχθηκε μετά χαρᾶς κι ἀπό τότε ἔμεινε γιά πάντα στήν
ὑποταγή του.
[Ἀπό τό βιβλίο "Σταλαγματιές από την πατερική σοφία", ἀδ. Θεοδώρας Χαμπάκη, Κεφ. Ζ, παρ. 1.83].