ΕΝΑΣ ΝΕΟΣ εὐσεβῆς πῆγε νὰ συμβουλευθῇ τὸν Ὅσιο Μακάριο, πὼς ν’
ἀποκτήσῃ ταπεινοφροσύνη.
- Ν’ ἀποφεύγῃς τὸν ἀνθρώπινο ἔπαινο, τοῦ εἶπε ὁ Γέροντας, καὶ ν’
ἀγαπᾶς τὴν καταφρόνια.
- Δύσκολο πράγμα, ἔκανε ὁ νέος, πολὺ δύσκολο.
- Ἄκουσε, παλληκάρι μου, τοῦ εἶπε τότε ὁ σοφὸς Γέροντας,
ἐδῶ πιὸ κάτω εἶναι τὸ κοιμητήρι. Πετάξου μία στιγμὴ ἕως ἐκεῖ, καί,
μ’ ὅσες πέτρες βρῆς, πετροβόλησε τὰ μνήματα. Πὲς κι ὅσες βρισιὲς
θέλεις στοὺς νεκρούς.
Ὁ νέος ἔκανε ὅπως τοῦ εἶπε ὁ Ἀββᾶς κι ὅταν γύρισε πίσω στὴν καλύβα,
τὸν ρώτησε ἐκεῖνος τί τοῦ ἀποκρίθηκαν οἱ πεθαμένοι.
- Τίποτε, εἶπε ὁ νέος.
- Κάνε τὸν κόπο ἄλλη μία φορά νὰ πᾶς νὰ τοὺς ἐπαινέσης.
Ξαναπῆγε τὸ παλληκάρι κι ἄρχισε μὲ τὰ πιὸ κολακευτικὰ λόγια νὰ
ἐγκωμιάζῃ τοὺς νεκρούς.
- Τί σοῦ εἶπαν τώρα, τὸν ρώτησε ὁ Γέροντας, σὰν γύρισε.
- Τίποτε.
- Κάνε κι ἐσὺ τὸ ἴδιο γιὰ ν’ ἀποκτήσῃς ταπεινοσύνη, τὸν
συμβούλεψε ὁ Ὅσιος. Γίνου νεκρὸς τόσο γιὰ τὴν τιμή, ὅσο καὶ γιὰ
τὴν καταφρόνια τῶν ἀνθρώπων.
[Ἀπό τό βιβλίο "Σταλαγματιές από την πατερική σοφία", ἀδ. Θεοδώρας Χαμπάκη, Κεφ. Ζ, παρ. 1.84].