Ζ-1.84, ΤΑΠΕΙΝΟΦΡΟΣΥΝΗ, (4/1/23).ΤΑΠΕΙΝΟΦΡΟΣΥΝΗ

ΕΝΑΣ ΝΕΟΣ εὐσεβῆς πῆγε νὰ συμβουλευθῇ τὸν Ὅσιο Μακάριο, πὼς ν’ ἀποκτήσῃ ταπεινοφροσύνη.
- Ν’ ἀποφεύγῃς τὸν ἀνθρώπινο ἔπαινο, τοῦ εἶπε ὁ Γέροντας, καὶ ν’ ἀγαπᾶς τὴν καταφρόνια.
- Δύσκολο πράγμα,
ἔκανε ὁ νέος, πολὺ δύσκολο.
- Ἄκουσε, παλληκάρι μου,
τοῦ εἶπε τότε ὁ σοφὸς Γέροντας, ἐδῶ πιὸ κάτω εἶναι τὸ κοιμητήρι. Πετάξου μία στιγμὴ ἕως ἐκεῖ, καί, μ’ ὅσες πέτρες βρῆς, πετροβόλησε τὰ μνήματα. Πὲς κι ὅσες βρισιὲς θέλεις στοὺς νεκρούς.
Ὁ νέος ἔκανε ὅπως τοῦ εἶπε ὁ Ἀββᾶς κι ὅταν γύρισε πίσω στὴν καλύβα, τὸν ρώτησε ἐκεῖνος τί τοῦ ἀποκρίθηκαν οἱ πεθαμένοι.
- Τίποτε, εἶπε ὁ νέος.
- Κάνε τὸν κόπο ἄλλη μία φορά νὰ πᾶς νὰ τοὺς ἐπαινέσης.
Ξαναπῆγε τὸ παλληκάρι κι ἄρχισε μὲ τὰ πιὸ κολακευτικὰ λόγια νὰ ἐγκωμιάζῃ τοὺς νεκρούς.
- Τί σοῦ εἶπαν τώρα, τὸν ρώτησε ὁ Γέροντας, σὰν γύρισε.
- Τίποτε.
- Κάνε κι ἐσὺ τὸ ἴδιο γιὰ ν’ ἀποκτήσῃς ταπεινοσύνη,
τὸν συμβούλεψε ὁ Ὅσιος. Γίνου νεκρὸς τόσο γιὰ τὴν τιμή, ὅσο καὶ γιὰ τὴν καταφρόνια τῶν ἀνθρώπων.

[Ἀπό τό βιβλίο "Σταλαγματιές από την πατερική σοφία", ἀδ. Θεοδώρας Χαμπάκη, Κεφ. Ζ, παρ. 1.84].