ΕΛΕΓΕ στοὺς ἀδελφοὺς ὁ Ἀββᾶς Ἰωσὴφ τοῦ Πηλουσίου, πὼς τὸν καιρὸ ποὺ
ἀσκήτευε στὸ ὅρος Σινά, πῆγε νὰ μείνη ἐκεῖ κάποιος ξένος Μοναχὸς
πολὺ ὄμορφος στὴν ὄψι. Στὴν ἐκκλησία ὅμως τὴν Κυριακὴ τὸν ἔβλεπαν
ὅλοι μ’ ἕνα παλιὸ κουρελιασμένο μανδύα κι ἀποροῦσαν.
Ὁ Ἀββᾶς Ἰωσὴφ πῆρε θάρρος μία μέρα καὶ τὸν ρώτησε:
- Γιατί, ἀδελφέ, ἔρχεσαι στὴ Λειτουργία μ’ αὐτὸ τὸ σκισμένο ροῦχο;
Αὐτὸ εἶναι ἀσέβεια. Δὲ βλέπεις πόσο εὐτρεπισμένοι εἶναι οἱ ἄλλοι
ἀδελφοί;
- Συγχώρεσε μέ, Ἀββᾶ, τοῦ ἀποκρίθηκε ταπεινὰ ὁ ἀδελφός, βάζοντας
μετάνοια ἕως κάτω, δὲν ἔχω δεύτερο ἔνδυμα.
Ὁ Ἀββᾶς Ἰωσὴφ τὸν πῆρε ἀμέσως στὸ κελλί του καὶ τοῦ χάρισε ἕνα δικό
του μανδύα καὶ μερικὰ ἄλλα ἐνδύματα. Τὴν Κυριακὴ θαύμασαν ὅλοι ποὺ
τὸν εἶδαν νὰ μπαίνη μὲ τὰ καινούργια ροῦχα στὴν Ἐκκλησία. Ἔμοιαζε
σὰν Ἄγγελος.
Χρειάστηκε κάποτε νὰ στείλουν οἱ Πατέρες τοῦ Σινᾶ στὸν Αὐτοκράτορα
μία ἀντιπροσωπεία ἀπὸ μερικοὺς ἀδελφοὺς γιὰ νὰ πετύχουν κάποια χάρι.
Μεταξὺ τῶν ἄλλων ὤρισαν νὰ πάη κι ὁ παραπάνω ἀδελφός.
Σὰν τ’ ἄκουσε ἐκεῖνος, ἔπεσε στὰ πόδια τῶν Γερόντων καὶ τοὺς
παρακάλεσε νὰ στείλουν ἄλλον στὴ θέσι του.
- Εἶμαι δοῦλος κάποιου ἄρχοντα στὴν Κωνσταντινούπολι, δικαιολογεῖτο,
κι ἔφυγα κρυφὰ γιὰ νὰ ἔλθω. Ἂν τώρα μὲ γνωρίση, θὰ μὲ κρατήση νὰ τοῦ
δουλεύω μὲ τὴ βία.
Ἔτσι δὲν πῆγε μὲ τοὺς ἄλλους. Οἱ ἀδελφοὶ ὅμως, ποὺ ἔφτασαν στὴ
Βασιλεύουσα, ἔμαθαν πὼς ἦταν ὁ ἴδιος ὁ ἄρχοντας μὲ μεγάλη θέσι στὰ
βασιλικὰ παλάτια καὶ γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ εἶχε ταπεινώσει τόσο
τὸν ἑαυτό του.
[Ἀπό τό βιβλίο "Σταλαγματιές από την πατερική σοφία", ἀδ. Θεοδώρας Χαμπάκη, Κεφ. Ζ, παρ. 1.87].