Ζ-1.91, ΤΑΠΕΙΝΟΦΡΟΣΥΝΗ, (8/2/23).ΤΑΠΕΙΝΟΦΡΟΣΥΝΗ

ΑΚΟΥΟΝΤΑΣ ὁ εὐσεβῆς Ἔπαρχος τῆς Ἀλεξανδρείας τὴν καλὴ φήμη τοῦ Ἀββᾶ Μωϋσέως τοῦ Αἰθίοπος, ἀνέβηκε κάποτε στὴ σκήτη νὰ τὸν γνωρίσῃ ἀπὸ κοντά.
Σὰν τὸ ἔμαθε ὅμως ἐκεῖνος, ἔφυγε κρυφὰ ἀπὸ τὴν καλύβα του καὶ πῆγε κατὰ τὸ ἕλος. Στὸ δρόμο συνάντησε τὸν ἄρχοντα καὶ τὴν ἀκολουθία του, ποὺ ἔτυχε νὰ περνᾶνε ἀπὸ `κεῖ. Οἱ ξένοι, ποὺ δὲν τὸν γνώριζαν, τὸν σταμάτησαν καὶ τὸν ἐρώτησαν νὰ τοὺς δείξῃ τὴν καλύβα τοῦ Ἀββᾶ Μωϋσέως.
- Τί γυρεύετε ἀπ’ αὐτόν; ἔκανε μ’ ἀποστροφὴ ὁ Γέροντας. Αὐτὸς εἶναι ἄνθρωπος μωρός.
Ὁ ἄρχοντας λυπήθηκε ποὺ εἶχε κάνει ἄδικα τόσο κόπο. Ὅταν ἔφτασε στὴν ἐκκλησία τῆς σκήτης, εἶπε στοὺς κληρικούς:
- Κάτω στὴν πόλι λένε τόσα καλὰ γιὰ τὸν Ἀββᾶ Μωϋσῆ, γι’ αὐτὸ ξεκίνησα νὰ τὸν συναντήσω. Μὰ πρὶν ἀπὸ λίγο συναντήθηκα μ’ ἕνα Καλόγερο κι ἔμαθα ἀπὸ λόγου του πὼς πρόκειται γιὰ ἀνόητο ἄνθρωπο.
- Τί ἄνθρωπος ἦταν αὐτός, ρώτησαν ἀγανακτισμένοι οἱ κληρικοί, ποὺ τόλμησε νὰ μιλήσῃ ἔτσι γιὰ τὸν Ἅγιο;
- Ἕνας μελαμψὸς Καλόγερος, πολὺ ψηλός, μὲ τριμμένα ροῦχα.
Οἱ κληρικοὶ γέλασαν μὲ τὴν καρδιά τους.
- Ἂμ αὐτὸς εἶναι ὁ Ἀββᾶς Μωϋσῆς.
Ὁ ἄρχοντας θαύμασε τὴν ταπεινοσύνη τοῦ Γέροντος καὶ γύρισε στὴν πόλι ὠφελημένος.

[Ἀπό τό βιβλίο "Σταλαγματιές από την πατερική σοφία", ἀδ. Θεοδώρας Χαμπάκη, Κεφ. Ζ, παρ. 1.91].