ΚΑΠΟΙΟΣ ἄλλος ἄρχοντας πῆγε στὴν ἔρημο νὰ ἰδῇ τὸν Ἀββᾶ Σίμωνα. Σὰν
τὸ ἔμαθε ἐκεῖνος, κατέβηκε στὴν πλαγιὰ τοῦ λόφου καὶ ἔψαχνε γιὰ
φοινικόφυλλα, γιὰ νὰ μὴ τὸν βροῦνε. Μὰ ὁ ἄρχοντας ἔτυχε νὰ περνᾶ ἀπὸ
ἐκεῖ.
- Ποῦ εἶναι ἡ καλύβα τοῦ ἀναχωρητῆ, Ἀββᾶ; ρώτησε τὸν Γέροντα, χωρὶς
νὰ ὑποπτεύεται πὼς ἦταν ὁ ἴδιος.
- Δὲν ὑπάρχει ἐδῶ Ἀναχωρητής, ἔχεις κάνει λάθος, γυιέ μου,
ἀποκρίθηκε ὁ Ὅσιος, χωρὶς νὰ σηκώσῃ τὸ κεφάλι ἀπὸ τὴ δουλειά του.
Ἄλλοτε πάλι, πῆγε ὁ ἴδιος ὁ Ἔπαρχος νὰ ἰδῇ τὸν Ἀββᾶ Σίμωνα.
- Ἑτοιμάσου νὰ ὑποδεχθῆς τὸν ἄρχοντα, τοῦ εἶπαν οἱ ἀδελφοί.
- Τώρα ἀμέσως, ἀποκρίθηκε ἐκεῖνος.
Πῆρε ἀπὸ τὴν καλύβα του ἕνα κομμάτι ψωμὶ καὶ λίγο τυρὶ στὸ χέρι,
κάθησε στὸ κατώφλι τῆς πόρτας κι ἄρχισε νὰ τρώγῃ λαίμαργα. Ἐκείνη τὴ
στιγμὴ πρόβαλε κι ὁ ἄρχοντας καί, βλέ-ποντας τὸν Γέροντα νὰ τρώῃ
ἔτσι, τὸν καταφρόνησε.
- Αὐτὸς εἶναι ὁ Ἀναχωρητής, πού ἔχει τόση φήμη; Εἶπε στὸ συνοδό του
καὶ γύρισε πίσω, χωρὶς νὰ τοῦ εἰπῇ λέξι.
Αὐτὸ ἤθελε κι ὁ Ὅσιος.
[Ἀπό τό βιβλίο "Σταλαγματιές από την πατερική σοφία", ἀδ. Θεοδώρας Χαμπάκη, Κεφ. Ζ, παρ. 1.92].