Ζ-1.95, ΤΑΠΕΙΝΟΦΡΟΣΥΝΗ, (1/3/23).

ΤΟΝ καιρὸ ποὺ ἔμενε στὴ σκήτη ὁ Ὅσιος Μακάριος, τόσο πολὺ ταπείνωνε τὸν ἑαυτό του, ποὺ θὰ ἔλεγε κανεὶς πὼς ἦταν ὁ τελευταῖος ἀπὸ ὅλους τους Μοναχούς.
- Γιατί τὸ κάνεις αὐτό; τὸν ρωτοῦσαν οἱ γεροντότεροι.
- Δώδεκα χρόνια κοπίασα γιὰ νὰ μοῦ δώσῃ ὁ Κύριός μου αὐτὸ τὸ χάρισμα, ἀποκρινόταν ἐκεῖνος, καὶ τώρα θέλετε νὰ τὸ παραμερίσω.

[Ἀπό τό βιβλίο "Σταλαγματιές από την πατερική σοφία", ἀδ. Θεοδώρας Χαμπάκη, Κεφ. Ζ, παρ. 1.95].

 ΤΑΠΕΙΝΟΦΡΟΣΥΝΗ

Ζ-1.96, ΤΑΠΕΙΝΟΦΡΟΣΥΝΗ, (1/3/23).

ΜΑΘΕ νὰ ἐξευτελίζῃς τὸν ἑαυτό σου καὶ σ’ ὅποιο τόπο κι ἂν κατοικήσης, θὰ βρῆς ἀνάπαυσι, λέγει ὁ Ὅσιος Ποιμήν.

[Ἀπό τό βιβλίο "Σταλαγματιές από την πατερική σοφία", ἀδ. Θεοδώρας Χαμπάκη, Κεφ. Ζ, παρ. 1.96].

 

Ζ-1.97, ΤΑΠΕΙΝΟΦΡΟΣΥΝΗ, (1/3/23).

Ο ΑΒΒΑΣ ΠΕΤΡΟΣ κι ὁ Ἀββᾶς Ἐπίμαχος ἦσαν συνασκηταὶ στὴ Ραϊθῶ. Κάποτε, σὲ μία μεγάλη γιορτή, κάθησαν ὅλοι οἱ Μοναχοὶ νὰ φάγουν σὲ κοινὸ τραπέζι στὸ Κυριακό της σκήτης. Τότε οἱ Γέροντες κάλεσαν τοὺς δυὸ Ἀββάδες στὴ δική τους τράπεζα. Ὕστερα ἀπὸ μεγάλη βία, κάθησε μόνο ὁ Ἀββᾶς Πέτρος.
- Πῶς τόλμησες νὰ φᾶς στὸ τραπέζι τῶν Γερόντων; τὸν ρώτησε, σὰν ἔφευγαν γιὰ τὴν καλύβα τους, ὁ Ἀββᾶς Ἐπίμαχος.
- Νὰ σοῦ εἰπῶ, ἀδελφέ, ἐξήγησε ἐκεῖνος. Ἂν καθόμουν στὸ τραπέζι τῶν ἀδελφῶν, θὰ μ’ ἔβλεπαν σὰν Γέροντα ἐκεῖνοι καὶ θὰ μὲ τιμοῦσαν. Ἀνάμεσα στοὺς Πατέρας ὅμως, ἔνοιωθα πὼς εἶμαι εὐτελέστερος ἀπὸ ὅλους κι ἔμεινα ταπεινωμένος.

[Ἀπό τό βιβλίο "Σταλαγματιές από την πατερική σοφία", ἀδ. Θεοδώρας Χαμπάκη, Κεφ. Ζ, παρ. 1.97].