ΤΗ ΣΤΙΓΜΗ ποὺ τοῦ περνοῦσε τὸ φελόνι, τὴν ἡμέρα ποὺ τὸν χειροτονοῦσε
πρεσβύτερο, εἶπε φιλικὰ στὸν Ἀββᾶ Μωϋσῆ, τὸν Αἰθίοπα, ὁ Πατριάρχης
Ἀλεξανδρείας:
- Ἀϊ Μωϋσῆ, τώρα ἔγινες κατάλευκος σὰν περιστέρι.
- Ἀπὸ τὸ ἐξωτερικὸ κρίνει ὁ δεσπότης μου ἢ ἀπὸ τὸ ἐσωτερικό; Εἶπε
ἐκεῖνος ταπεινά.
Θέλοντας ὕστερα νὰ τὸν δοκιμάσῃ ὁ Πατριάρχης, ἂν ἔχη πραγματικὴ
ταπεινοσύνη, εἶπε κρυφὰ στοὺς κληρικοὺς νὰ τὸν διώχνουν ἀπὸ τὸ
σκευοφυλάκιο. Ἔτσι μόλις παρουσιάστηκε μέσα, μετὰ τὴ Λειτουργία, τοῦ
φώναξαν ὅλοι μαζὶ ἀποδοκιμαστικά:
- Τί θέλεις ἐδῶ, Ἀράπη, πήγαινε ἔξω.
Ἕνας ἀπ’ αὐτούς, ποὺ κρυφὰ τὸν ἀκολούθησε γιὰ νὰ ἰδῇ ἂν τοῦ
κακοφάνηκε, τὸν ἄκουσε νὰ μονολογῇ:
- Καλά σου κάνανε, μελανέ. Ἀφοῦ δὲν εἶσαι ἄνθρωπος, τί γυρεύεις μὲ
τοὺς ἀνθρώπους;
[Ἀπό τό βιβλίο "Σταλαγματιές από την πατερική σοφία", ἀδ. Θεοδώρας Χαμπάκη, Κεφ. Ζ, παρ. 1.98].