ΔΥΟ αδέλφια ἄφησαν τόν κόσμο γιά τήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ κι
ἀκολουθήσανε τό μοναχι-κό βίο.
Ὁ ἕνας ἔγινε Ἐρημίτης. Ὁ ἄλλος διάλεξε τόν ασφαλή ζυγό τῆς ὑποταγῆς
γιά νά σώσῃ τήν ψυχή του κι ἔγινε ὑπόδειγμα ὑπακοῆς. Ἔκανε πρόθυμα
καί μέ χαρά ὅ,τι τόν πρόσταζαν οἱ ἀλλοι καί γι’ αὐτό τόν ἀγαποῦσαν
καί τόν σέβονταν.
Κάποτε ὁ Ἐρημίτης θέλησε νά δοκιμάσῃ τοῦ ἀδελφοῦ του τήν ὑπακοή, γιά
νά βεβαιωθῇ πώς ὅ,τι τοῦ ἔλεγαν γι’ αὐτόν ἦταν ἀλήθεια. Τόν πῆρε μιά
μέρα νά κάνουνε ἕνα μικρό περίπατο κι ἐπίτηδες τόν παραπλάνησε ὥς τό
ποτάμι, πού ἦταν γεμᾶτο ἀπό κροκόδειλους.
- Πέσε μέσα καί βγές στήν ἀπέναντι ὄχθη, πρόσταζε τόν ἀδελφό του σάν
ἔφτασαν κοντά, βέβαιος πώς δέν θά τό κατώρθωνε ποτέ, γιατί θά τόν
ἔτρωγαν οἱ κροκόδειλοι.
Ὁ καλός ὑποτακτικός ὅμως, χωρίς νά βάλῃ κακό στό νοῦ του, ρίχτηκε
στό ποτάμι καί πέ-ρασε στήν ἄλλη ὄχθη. Κανένα κακό δέν τοῦ συνέβηκε.
Τά θηρία, ἡμερωμένα τοῦ ἔγλυφαν τά πόδια. Ὁ Ἐρημίτης τά ἔβλεπε καί
ἀποροῦσε.
Σάν κίνησαν νά γυρίσουν πίσω στό Κοινόβιο, βρῆκαν στό δρόμο ἕνα
νεκρό γυμνό.
- Ἄς βγάλωμε ἀπό ἕνα ροῦχο νά τόν ντύσωμε, πρότεινε ὁ Ἐρημίτης.
- Δέν προσευχόμεθα καλλίτερα, μήπως τόν ἀναστήσει ὁ Θεός; εἶπε ὁ
ὑποτακτικός.
Στάθηκαν κι οἱ δυό σέ προσευχή καί πραγματικά ἀναστήθηκε ὁ νεκρός. Ὁ
Ἐρημίτης τό πῆρε ἀπάνω του:
- Χωρίς ἄλλο, γιά τή μεγάλη μου ἄσκησι ἔγινε αὐτό τό θαῦμα,
συλλογιζόταν.
Μά σάν ἔφτασαν στό Μοναστήρι, ὁ Ηγούμενος, πού ἦταν ἅγιος ἄνθρωπος
καί τοῦ τά εἶχε ἀποκαλύψει ὅλα ὁ Θεός, δέν ἄργησε νά τόν βγάλει ἀπό
τήν πλάνη του.
- Γιατί ἐξέθεσες τόν ἀδελφό σου σέ τέτοιο κίνδυνο; εἶπε στόν Ἐρημίτη
ἐπιτιμητικά. Μᾶθε ὅμως πώς χάρι στήν ὑπακοή του ἀναστήθηκε ὁ νεκρός.
Ὁ Ἐρημίτης ἀναγνώρισε τό σφᾶλμα του καί ζήτησε συγχώρεση ἀπό τόν
Θεόν καί ἀπό τόν ἀδελφό του.
[Ἀπό τό βιβλίο "Σταλαγματιές από την πατερική σοφία", ἀδ. Θεοδώρας Χαμπάκη, Κεφ. Ζ, παρ. 2.12]