Ζ-2.11, ΥΠΟΤΑΓΗ, (7/6/23).ΤΑΠΕΙΝΟΦΡΟΣΥΝΗ

ΕΝΑΣ ἀπό τούς παλαιούς μεγάλους Γέροντας, καθῶς προσηύχετο μιά μέρα, ἦλθε σέ ἔκστασι κι ἀνέβηκε μέ τό πνεῦμα του στόν οὐράνιο κόσμο. Ἐκεῖ ξεχώρισε τέσσερα διαφορετικά τάγματα δικαίων.
Στό πρῶτο εἶχαν καταταχθεῖ ἐκείνοι πού βασανίστηκαν στή ζωή τους ἀπό σωματικές ἀσθένειες καί ὑπόμειναν ἀγόγγυστα, εὐχαριστῶντας τόν Θεόν. Στό δεύτερο ὅσοι ἐξήσκησαν τήν ἀρετή τῆς ἀγάπης καί ἀνακούφιζαν μέ κάθε τρόπο τόν πλησίον τους. Τό τρίτο τάγμα ἀποτελεῖτο ἀπό ἐρημίτας καί ἀναχωρητᾶς πού ἔζησαν μέ ὑπερβολική κακοπάθεια καί σκληραγωγία. Τό τέταρτο τό ἀποτελοῦσαν ὅλοι οἱ ὑποτακτικοί. Αὐτοί ἔδειχναν νά ὑπερβάλλουν ὅλους τούς ἄλλους σέ δόξα. Σάν διακριτικό τοῦ ἀξιώματός τους φοροῦσαν ὁλόχρυσα ἐπιμανίκια.
- Πῶς συμβαίνει τοῦτοι οἱ μικρότεροι νά ἔχουν μεγαλύτερη δόξα ἀπό τούς ἄλλους; ρώτησε ὁ Γέροντας τόν Ἄγγελο πού τόν συνώδευε.
- Γιατί ὅλοι οἱ ἀλλοι, ἐξήγησε ὁ Ἄγγελος, ζήσανε μέ τό θέλημά τους, ἐνῶ αὐτοί κάθε ἡμέρα τό θυσίαζαν γιά τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, σταυρώνοντας διαρκῶς τόν ἑαυτό τους.

[Ἀπό τό βιβλίο "Σταλαγματιές από την πατερική σοφία", ἀδ. Θεοδώρας Χαμπάκη, Κεφ. Ζ, παρ. 2.11]