ΕΝΑΣ νέος μοναχός πῆγε νά συμβουλευτῇ κάποιον πνευματικό Γέροντα.
- Κάνω ὅλα μου τά μοναχικά καθήκοντα, τοῦ εἶπε, καί κάτι παραπάνω,
κι ὅμως δέν ἀναπαύεται ἡ ψυχή μου. Καμμιά παρηγοριά δέν παίρνω ἀπό
τόν Θεό.
- Ζεῖς στό θέλημά σου, γι’ αὐτό σοῦ συμβαίνουν ὅλα αὐτά, τοῦ ἐξήγησε
ὁ Γέροντας.
- Τί πρέπει τότε νά κάνω, Ἀββᾶ γιά νά βρῶ ἀνάπαυσι;
- Πήγαινε νά βρῇς ἕνα Γέροντα, πού νά ἔχῃ φόβο Θεοῦ στήν ψυχή του.
Παράδωσέ του τόν ἑαυτό σου μ’ ὅλα του τά θελήματα κι ἄφησέ τον νά σέ
ὁδηγήσει, ὅπως ξέρει, στό δρόμο τοῦ Θεοῦ. Τότε ἡ ψυχή σου θά βρῇ
παρηγοριά.
Ὁ νέος ἄκουσε τή συμβουλή τοῦ Γέροντος κι ἀναπαύτηκε ἡ ψυχή του.
[Ἀπό τό βιβλίο "Σταλαγματιές από την πατερική σοφία", ἀδ. Θεοδώρας Χαμπάκη, Κεφ. Ζ, παρ. 2.13]