ΛΕΝΕ γιά τόν Ἀββᾶ Ἰωάννη τόν Κολοβό, πώς προτοῦ γίνει Ἐρημίτης,
ἔζησε πολλά χρόνια στην ὑποταγή κάποιου Γέροντος στή Θηβαΐδα.
Ὅταν πρωτοπῆγε, γιά νά τόν δοκιμάσει ὁ Ἀββᾶς του, τόν πῆρε μιά μέρα
κι ἀφοῦ περπάτησαν δώδεκα ὧρες δρόμο ἀπό τήν καλύβα τους, ἔφτασαν σ’
ἕνα τόπο ἄνυδρο. Πῆρε τότε ὁ Γέροντας τό ραβδί του, τό ἔμπηξε στή γῆ
καί πρόσταξε τό νεαρό Ἰωάννη νά πηγαίνῃ κάθε μέρα μ’ ἕνα κάδο νερό
νά τό ποτίζῃ. Ὁ καλός ὑποτακτικός ἔκανε πρόθυμα τόν ὀρισμό τοῦ
Γέροντος. Ὕστερα ἀπό τρία χρόνια τό ξερό ξύλο βλάστησε κι ἔκανε
καρύδια. Τά πῆρε τότε ὁ Γέροντας καί τά πῆγε τήν Κυριακή στήν
Ἐκκλησία. Μετά τή Λειτουργία τά μοίρασε στούς Ἐρημίτας, λέγοντάς
τους:
- Ἐλᾶτε, ἀδελφοί, νά γευτῆτε τούς καρπούς τῆς ὑπακοῆς.
[Ἀπό τό βιβλίο "Σταλαγματιές από την πατερική σοφία", ἀδ. Θεοδώρας Χαμπάκη, Κεφ. Ζ, παρ. 2.19]