ΑΝΕΒΗΚΕ κάποιος κοσμικός ἀπό τή Θηβαΐδα στή σκήτη τοῦ Ἀββᾶ Σισώη καί
τοῦ ζήτησε νά τόν κάνη Μοναχό.
- Ἀφησες στόν κόσμο κανένα στενό συγγενή; τόν ρώτησε ὁ Γέροντας.
- Ναί, ἕνα γυιό, Ἀββᾶ.
- Πήγαινε νά τόν ρίξης πρώτα στό ποτάμι κι ὕστερα ἔλα νά σέ κάνω
Μοναχό, τοῦ εἶπε ὁ Ἀββᾶς Σισώης.
Χωρίς δισταγμό ὁ ἄνθρωπος ἔφυγε νά ἐκτελέση τήν προσταγή του. Ὁ
ὅσιος ὅμως ἔστειλε πίσω του τό μαθητή του νά τόν παρακολουθήση καί
νά τόν ἐμποδίση ἀπό ἕνα τέτοιο ἐγχείρημα. Μόλις τόν πρόφθασε ἐκεῖνος
ἔτοιμο νά ρίξῃ τό παιδί του στό ποτάμι καί τόν ἐμπόδιζε.
- Μή μ’ ἐμποδίζεις, ἀδελφέ, τοῦ ἔλεγε ὁ ἄνθρωπος. Αὐτή εἶναι ἡ
προσταγή τοῦ Ἀββᾶ μου.
Ὁ ἀδελφός τότε τοῦ ἐξήγησε πώς ήθελε μ’ αὐτό τόν τρόπο νά τόν
δοκιμάση ὁ Γέροντας καί μετά βίας τόν ἔπεισε. Μόλις ἐπέστρεψαν στή
σκήτη, ὁ Ἀββᾶς Σισώης τόν ἔκανε ἀμέσως μοναχό, γιατί ἀποδείχτηκε
τέλειος ὑποτακτικός.
[Ἀπό τό βιβλίο "Σταλαγματιές από την πατερική σοφία", ἀδ. Θεοδώρας Χαμπάκη, Κεφ. Ζ, παρ. 2.20]