ΕΝΑΣ νέος, εὐγενῆς καί πλούσιος, ἐπεθύμησε ν' ἀκολουθήσῃ τήν ἐρημική
ζωή. Ἐψαξε καί βρῆκε τόν πιό αὐστηρό Γέροντα στήν ἔρημο καί τοῦ
ζήτησε νά τόν δεχθῇ στήν ὑποταγή του.
- Πήγαινε πρώτα νά μοιράσῃς τά ὑπάρχοντά σου στούς φτωχούς, γιά νά
ἐκτελέσῃς τήν ἐντολή τοῦ Χριστοῦ, τόν συμβούλεψε ἐκεῖνος, κι ὕστερα
θά σέ δεχτῷ.
Ὁ νέος ἔκανε πρόθυμα, ὅπως τοῦ εἶπε ὁ Ἀββᾶς, κι ἐλευθερωμένος πιά
ἀπό ὑλικές μέριμνες, γύρισε πίσω.
- Τώρα θά μένῃς σ’ ἐκεῖνο τό κελλί, τοῦ ὑπέδειξε πάλι ὁ Γέροντας,
χωρίς νά μιλᾶς σέ κανένα.
Πέντε ὁλόκληρα χρόνια ἀγωνιζόταν ὁ νέος στό κελλί του καί λέξι δέν
ἔβγαζε ἀπό τό στόμα του. Βλέποντας τήν εὐλάβεια καί τήν ὑπομονή του
οἱ ἄλλοι ἀδελφοί, τόν σέβονταν καί τόν τιμοῦσαν. Μιά μέρα τόν φώναξε
στό κελλί του ὁ Γέροντάς του καί τοῦ εἶπε αὐστηρά:
- Βλέπω πώς ὄχι μόνο δέν ὠφελεῖσαι παραμένοντας σέ τοῦτο τόν τόπο,
μά κινδυνεύεις νά χάσῃς τήν ψυχή σου ἀπό τούς ἐπαίνους πού σοῦ λένε
οἱ ἀδελφοί, ἀφοῦ μάλιστα δέν τούς ἀξίζεις. Ἐτοιμάσου νά φύγῃς ἀπό
τήν Αἴγυπτο. Θά σέ στείλω νά μείνῃς σέ Κοινόβιο.
Ὁ καλός ὑποτακτικός, χωρίς πάλι νά βγάλῃ λέξι ἀπό τό στόμα του,
ἔκλινε τό κεφάλι του γιά νά δείξῃ τήν ὑποταγή του, κι ἐτοιμάσθηκε
παρευθῦς γιά τό μακρινό ταξίδι. Ὁ Γέροντάς του τοῦ ἔδωσε ἕνα
συστατικό γράμμα γιά τόν Ἠγούμενο τοῦ Κοινοβίου, πού τόν παρακαλοῦσε
νά τόν δεχτῆ, μά λησμόνησε νά τοῦ εἰπῆ, ἄν ἐπρεπε ἡ ὄχι, νά μιλήση
ἐκεῖ πού θά πήγαινε. Ἔτσι ὁ νέος, τηρῶντας πιστά τήν ἐντολή τοῦ
Γέροντος, δέν ἄνοιξε τό στόμα του νά βγάλῃ μιλιά ἐκεῖ πού πῆγε. Οἱ
πιό πολλοί τόν περνοῦσαν γιά ἄλαλο. Ὁ Ἠγούμενος τοῦ Κοινοβίου, γιά
νά βεβαιωθῇ, τόν ἔστειλε μιά μέρα, πού ἤξερε πώς ὁ ποταμός ἦταν
πλημμυρισμένος, νά περάσῃ στήν ἄλλη ὄχθη. Θ’ ἀναγκαστῇ νά γυρίσῃ νά
εἰπῇ πώς δέν μπορεῖ νά περάσῃ, συλλογίσθηκε. Ἔστειλε κι ἄλλον ἀδελφό
ξωπίσω του νά ἰδῆ τί θά κάνῃ.
Σάν ἔφθασε στό ποτάμι ὁ ὑποτακτικός καί εἶδε πώς ἦταν ἀδύνατο νά
περάσῃ, γονάτισε καί προσευχήθηκε. Τότε πλησίασε ἕνας κροκόδειλος
ἀπό τόν ποταμό καί στάθηκε μπροστά του. Ὁ νέος ἀνέβηκε στήν πλάτη
του καί τό θηρίο τόν ἔβγαλε στήν ἄλλη ὄχθη.
Ἔκπληκτος ὁ ἀδελφός πού τόν παρακολουθοῦσε, γύρισε στό κοινόβιο καί
διηγήθηκε ὅσα εἶχαν γίνει μπροστά στά μάτια του. Ἀπό τότε ὁ
Ἠγούμενος καί ὅλοι οἱ ἀδελφοί τόν εὐλαβοῦντο σάν Ἅγιο.
Ὕστερα ἀπό λίγα χρόνια πέθανε ὁ καλός ὑποτακτικός κι ὁ Ἠγούμενος
ἔγραψε στό Γέροντά του:
- Ἄν καί μᾶς ἔστειλες ἄνθρωπο ἄλαλο, ὅμως ἔζησε σάν Ἄγγελος ἀνάμεσά
μας.
Ποιά ἦταν ἡ ἐκπληξί του ὄμως, ὅταν ὁ Γέροντας τοῦ ἀπήντησε πώς ὁ
μακάριος ἐκεῖνος ἄνθρωπος δέν ἦταν καθόλου ἄλαλος, ἀλλά, χάρι στήν
ἐντολή τοῦ Πνευματικοῦ του, εἶχε μείνει τόσα χρόνια ἀμίλητος!
[Ἀπό τό βιβλίο "Σταλαγματιές από την πατερική σοφία", ἀδ. Θεοδώρας Χαμπάκη, Κεφ. Ζ, παρ. 2.21]