Ζ-2.26, ΥΠΟΤΑΓΗ, (9/8/23).ΤΑΠΕΙΝΟΦΡΟΣΥΝΗ

ΔΩΔΕΚΑ χρόνια βασανίστηκε ἀπό τήν ἀρρώστια του ὁ Ἀββᾶς Ἀμμώης. Ὅλο αὐτό τό διάστημα στάθηκε δίπλα του, σάν ἀναμμένη λαμπάδα, ὁ Ἰωάννης, ὁ καλός του ὑποτακτικός, καί τόν ὑπηρετοῦσε σ’ ὅλα. Ὁ Γέροντας ἦταν αὐστηρός καί ποτέ δέν εἶπε λόγο γλυκό στό μαθητή του, οὔτε ἕνα «εἴθε νά σωθῆς». Μά στίς τελευταῖες του στιγμές, ἐνῶ τόν εἶχαν περικυκλώσει ὅλοι oi συνασκηταί του, πῆρε μέ συγκίνησι ὁ Γέροντας στά τρεμάμενα χέρια του τά χέρια τοῦ ὑποτακτικοῦ του, τά φίλησε καί ψιθύρισε:
- Τέκνον μου, νά εἶσαι βέβαιος πώς σώθηκες γιά τήν καλή ὑπακοή σου.
‘Ὕστερα γύρισε στούς Πατέρας καί, δείχνοντας τόν Ἰωάννη, τούς εἶπε:
- Αὐτός πού βλέπετε, εἶναι Ἄγγελος καί ὄχι ἄνθρωπος.

[Ἀπό τό βιβλίο "Σταλαγματιές από την πατερική σοφία", ἀδ. Θεοδώρας Χαμπάκη, Κεφ. Ζ, παρ. 2.26]

 

Ζ-2.27, ΥΠΟΤΑΓΗ, (9/8/23).

ΕΧΟΥΝ καθῆκον οἱ ὑποτακτικοί, ἔλεγε ὁ Ἀββᾶς Ἰσίδωρος, καί σάν πατέρας ν' ἀγαποῦν τούς Γέροντάς των καί σάν ἄρχοντας νά τούς φοβοῦνται. Οὔτε χάριν τῆς ἀγάπης ν’ ἀψηφοῦν τόν φόβο οὔτε πάλι μέ τό φόβο ν’ ἀμαυρώνουν τήν ἀγάπη.

[Ἀπό τό βιβλίο "Σταλαγματιές από την πατερική σοφία", ἀδ. Θεοδώρας Χαμπάκη, Κεφ. Ζ, παρ. 2.27]