Ο ΙΩΑΝΝΗΣ, ὁ μαθητῆς τοῦ Ἀββᾶ Παύλου, ἦταν παράδειγμα ὑπακοῆς. Οἱ
πατέρες διηγοῦνται γι’ αὐτόν τό ἀκόλουθο περιστατικό:
Λίγο πιό πέρα ἀπό τήν καλύβα τους βρισκόταν μιά σπηλιά, πού εἶχε
φωλιάσει μέσα μιά ὕαινα. Μιά μέρα εἶδε ὁ Γέροντας ἐκεῖ γύρω
φυτρωμένα ἀγριοκρεμμύδια κι ἔστειλε τόν Ἰωάννη νά τά ξερριζώση, γιά
νά τά μαγειρέψουν.
- Τί νά κάνω, Ἀββᾶ, ἄν τύχει καί βγεῖ ἡ ὕαινα; ρώτησε ὁ νέος.
- Δέσε τήν καί φέρε τήν ἐδῶ, εἶπε στ’ ἀστεῖα ὁ Γέροντας.
Πῆγε ὁ καλός ὑποτακτικός νά κάνη τήν προσταγή τοῦ Γέροντός του. Μά,
καθῶς τό πρόβλεψε, τοῦ ἐπετέθηκε ξαφνικά τό φοβερό θηρίο. Ὁ νέος,
ὄχι μόνο δέν δείλιασε, ἀλλ’ ὥρμησε νά τό δέση. Τότε ἔγινε τοῦτο τό
παράδοξο: Ἀντί νά φοβηθῇ ὁ ὑποτακτικός, φοβήθηκε τό θηρίο κι ἔτρεχε
στήν ἔρημο νά σωθῆ. Ὁ Ἰωάννης τό κυνήγησε ξωπίσω καί φώναξε:
- Στάσου λοιπόν. Ὁ Ἀββᾶς μου πρόσταξε νά σέ δέσω.
Ὕστερα ἀπό πολύ κόπο, ἔφτασε τήν ὕαινα, τήν ἔδεσε και τήν ἔφερε στό
Γέροντά του. Ἐκεῖνος στό μεταξύ ἀνήσυχος, πού ἔβλεπε ν' ἀργῆ, εἶχε
βγῆ πιό ἔξω νά τόν συναντήση. Τόν εἶδε τότε νά ἔρχεται, φέρνοντας
πίσω του δεμένο τό θηρίο, καί θαύμασε τή δύναμι τῆς ὑπακοῆς.
Στόν Ἰωάννη ὅμως δέν ἐδειξε καμμία ἔκπληξι. Ἀντίθετα μάλιστα, γιά νά
τόν ταπεινώση, τοῦ φώναξε δῆθεν αὐστηρά:
- Ἀνόητε, γιατί ἔφερες ἐδῶ τοῦτον τόν λυσσασμένο σκύλο;
Ἔλυσαν ἔτσι τό ἀγριο θηρίο καί τό ἄφησαν ἐλεύθερο νά γυρίση στή
φωλιά του.
[Ἀπό τό βιβλίο "Σταλαγματιές από την πατερική σοφία", ἀδ. Θεοδώρας Χαμπάκη, Κεφ. Ζ, παρ. 2.28]