ΠΗΓΕ κάποτε νά ἐπισκεφθῇ ἕνα Μοναστήρι τῆς ἐπαρχίας του ὁ Μέγας
Βασίλειος κι ἀφοῦ ἐδίδαξε γιά πολλή ώρα τούς μοναχούς, γύρισε στόν
Ἡγούμενο καί τόν ἐρώτησε:
- Βρίσκεται κανείς ἀνάμεσα στούς ἀδελφούς, πού νά ἔχῃ ὑπακοή;
- Ὅλοι δούλοι τῆς ἀγιοσύνης σου εἴμεθα, ἀποκρίθηκε ὁ Ἀββᾶς, κι
ἀγωνιζόμαστε γιά τή σωτηρία τῆς ψυχῆς μας.
- Ὑπάρχει κανείς, πού νά ξεχωρίζῃ γιά τήν ὑπακοή του; ἐπέμενε νά
ἐρωτᾷ ὁ Ἱεράρχης.
Ὁ Ἡγούμενος τότε ὑπέδειξε ἕνα νέο μοναχό καί τόν πρόσταξε νά ὑπηρετῇ
τόν Ἅγιο, ὅσο θά βρισκόταν στό Μοναστήρι. Ὕστερα ἀπό τό φαγητό ἔφερε
δοχεῖο μέ νερό στόν Ἅγιο ὁ νέος καί τοῦ ἔχυνε νά πλύνῃ τά χέρια του.
Ἀφοῦ τελείωσε τό πλύσιμό του ὁ Ἐπίσκοπος, πῆρε στά χέρια του τό
λαγῆνι καί πρότεινε στό μοναχό νά τοῦ χύνη ὁ ἴδιος νά πλυθῇ κι
αὐτός. Ὁ ὑποτακτικός, χωρίς ἀντίρρησι καί ψευτοταπεινώσεις, τό
δέχτηκε.
- Ὅταν τό πρωΐ θά μπαίνω στήν Ἐκκλησία γιά νά λειτουργήσω, τοῦ εἶπε
ὁ Ἅγιος, νά μοῦ ὑπενθυμίσης νά σέ χειροτονήσω Διάκονο.
Ὁ καλός ὑποτακτικός τήν ἐπομένη ἔκανε ὅπως εἶχε διαταχθεῖ.
- Ὁ Μοναχός αὐτός ἔχει πραγματική ὑπακοή, εἶπε στόν Ἡγούμενο ὁ
Ἅγιος, καί δίχως ἄλλο θά προοδέψῃ.
Ἔτσι τόν χειροτόνησε Διάκονο καί Πρεσβύτερο καί τόν πῆρε μαζί του νά
τόν ἐξυπηρετῆ.
[Ἀπό τό βιβλίο "Σταλαγματιές από την πατερική σοφία", ἀδ. Θεοδώρας Χαμπάκη, Κεφ. Ζ, παρ. 2.29]