Ο ΑΒΒΑΣ Σιλουανός ἦταν Ἡγούμενος σ’ ἕνα μικρό Μοναστήρι πάνω στό
ὄρος Σινᾶ, πού εἶχε ὅλους-ὅλους δώδεκα μοναχούς.
Ἀπ’ αὐτούς ξεχώριζε, γιά τήν ἀδιάκριτη ὑπακοή του, ἕνας νέος ἀπό
ἀρχοντική γενιά, πού τά εἶχε θυσιάσει ὅλα γιά τήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ.
Μέ τίς ἀρετές του ὁ νέος εἶχε γίνει πολύ ἀγαπητός στόν Ἀββᾶ
Σιλουανό. Οἱ ἄλλοι μοναχοί ὅμως φθόνησαν τόν Μᾶρκο -ἔτσι ἔλεγαν τόν
καλό νέο- καί παραπονέθηκαν στούς Πατέρες τοῦ Σινᾶ πώς τᾶχα ὁ
Γέροντάς του ἔκανε ἄδικες διακρίσεις. Ἐκεῖνοι τότε πῆγαν νά ἐλέγξουν
τόν Ἀββᾶ Σιλουανό.
- Ἐλᾶτε, τούς εἶπε ταπεινά ὁ Ἅγιος Γέροντας, νά βεβαιωθῆτε μόνοι
σας, τί εἶναι ἐκεῖνο πού κάνει τόν Μᾶρκο νά ξεχωρίζη ἀπό τούς
ἄλλους.
Τούς πῆρε κι ἔκαναν ἕνα γῦρο σ’ ὅλο τό Μοναστήρι. Ὁ Ἀββᾶς στεκόταν
ἔξω ἀπό κάθε κελλί, χτυποῦσε τήν πόρτα καί φώναζε τόν ἀδελφό μέ τ’
ὄνομά του. Ἀπό μέσα ἀκουγόταν ἡ φωνή ἐκείνου:
- Τώρα ἀμέσως, Ἀββᾶ.
Ἀλλά κανείς δέν παρουσιαζότανε. Καί λίγο πιό πέρα:
- Αὐτή τή στιγμή δέν μπορῶ, εἶμαι ἀπασχολημένος.
Σέ ἄλλο κελλί πάλι:
- Σέ λίγο, Ἀββᾶ, μόλις τελειώσει ἡ σειρά πού πλέκω.
Ἔφτασαν τέλος καί στό κελλί τοῦ Μάρκου. Μόλις ἄκουσε τή φωνή τοῦ
Γέροντά του, ὁ κα-λός ὑποτακτικός πετάχτηκε εὐθύς ἔξω. Ὁ Ἀββᾶς
Σιλουανός βρῆκε μιά πρόφασι νά τόν ἀπομακρύνη κι ὕστερα εἶπε στούς
Πατέρας:
- Ποῦ εἶναι οἱ ἄλλοι μοναχοί πού φώναξα; Οὔτε ἕνας δέν ἦλθε, ἐκτός
ἀπό τό εὐλογημένο τοῦτο τέκνο τῆς ὑπακοῆς.
Μπῆκαν στό κελλί τοῦ Μάρκου. Ζωγράφιζε καί εἶχε ἀφήσει ἀτελείωτη μιά
μικρή καμπύλη, γιά νά ὑπακούσῃ στό κάλεσμα τοῦ Γέροντός του.
- Ἀξίζει πραγματικά τήν ἀγάπη σου, εἶπαν οἱ Πατέρες στόν Ἀββᾶ
Σιλουανό. Ἀπό σήμερα θά ἔχη ξέχωρη καί τή δική μας ἐκτίμησι, γιατί
κι ὁ Θεός τόν ἀγαπᾶ καί τόν ἔχει χαριτώσει.
Ἄλλη φορά πάλι περπατοῦσαν στήν ἔρημο οἱ Πατέρες μαζί μέ τόν Ἀββᾶ
Σιλουανό. Πιό πίσω ἐρχόταν ὁ Μᾶρκος μέ ἄλλους ἀδελφούς. Ὁ Γέροντας,
γιά νά δείξη στούς Πατέρας τήν ἀδιάκριτη ὑποταγή τοῦ ὑποτακτικοῦ
του, φώναξε κοντά τό Μᾶρκο καί, δείχνοντάς του ἕνα σάλιαγκο, πού
σερνόταν λίγο πιό ἐμπρός, τοῦ εἶπε:
- Βλέπεις, παιδί μου, αὐτό τό βουβάλι;
- Ναί, Ἀββᾶ, ἀποκρίθηκε ἐκεῖνος.
- Βλέπεις καί τά κέρατά του, πού εἶναι σχεδόν δυό πιθαμές;
- Ναί, Ἀββᾶ, ἔκανε ὁ Μᾶρκος, πού ἔβλεπε μόνο μέ τά μάτια τοῦ
Γέροντός του.
Καί ἔτσι ἄλλη μιά φορά οἱ Πατέρες τοῦ Σινᾶ βρῆκαν ἀφορμή νά
θαυμάσουν τόν ἀφωσιωμένο ὑποτακτικό..
[Ἀπό τό βιβλίο "Σταλαγματιές από την πατερική σοφία", ἀδ. Θεοδώρας Χαμπάκη, Κεφ. Ζ, παρ. 2.30]