ΕΝΑΣ γέρος Ἐρημίτης ἔπεσε σέ ὀκνηρία, παραμέλησε τά καθήκοντά του
καί κοντά στ’ ἄλλα κακά ἀπόκτησε τή συνήθεια νά πίνῃ καί νά μεθᾶ.
Ὅλη μέρα ἔπλεκε πανέρια στήν καλύβα του. Μόλις βράδυαζε ὄμως,
κατέβαινε στό πιό κοντινό χωριό, ἔδινε τό ἐργόχειρό του καί καθόταν
ὥς τό πρωΐ στό καπηλειό.
Κάποτε ἕνας νέος ἀπό ξένο τόπο πῆγε στόν Ἐρημίτη καί τοῦ ζήτησε νά
τόν κάνη Μοναχό καί νά τόν κρατήση στήν ὑποταγή του. Ὁ ὀκνηρός
Γέροντας δέν δίστασε, κράτησε τό νέο καί τόν ἔμαθε νά πλέκῃ κι αὐτός
πανέρια. Ἔτσι θά εἶχε περισσότερα νά ξοδεύῃ στό καταραμένο ποτό.
Ἀρχισε νά πίνῃ διπλά ἀπό πρίν καί νά σπαταλᾶ ἀλύπητα τόν κόπο τοῦ
ἀδελφοῦ. Τό πρωΐ ἔφτανε παραπατῶντας στήν καλύβα του, φέρνοντας στό
ταγάρι του ἕνα ξεροκόμματο γιά τόν δυστυχή ὑποτακτικό του.
Τρία ὁλόκληρα χρόνια πέρασαν μ’ αὐτό τόν τρόπο. Ὁ ἀδελφός περνοῦσε
μεγάλες στερήσεις, ψωμί δέ χόρταινε καί τά ρούχα του ἔπεφταν
κουρέλια ἀπό πάνω του. Ὑπόμεινε ὅμως ἀγόγγυστα καί ποτέ δέν
παραπονέθηκε στό Γέροντά του. Κάποτε ὅμως τόν πολέμησε ὁ λογισμός:
- Τί ὠφελήθηκα ἀπό τόν ἄνθρωπο αὐτό; συλλογιζόταν. Ξοδεύει ἄσπλαγχνα
τόν κόπο μου κι ἐγώ κοντεύω νά πεθάνω ἀπό τήν πείνα. Τί κάθομαι
λοιπόν καί δέν φεύγω ἀπό ΄δῶ;
Μ΄ ὅλο πού τό δίκιο ἦταν μέ τό μέρος του, ἀντιστεκόταν μέ
γενναιότητα.
- Ποῦ θά πᾶς; ἔλεγε στόν ἑαυτό του. Δέν ἔδωσες ὑπόσχεσι στόν Κύριό
σου, πώς θά ὑπομένῃς ὅλους τούς πειρασμούς;
Καθώς ἀγωνιζόταν ἔτσι, παρουσιάστηκε μπροστά του Ἄγγελος, σταλμένος
ἀπό τόν Θεό, νά τοῦ φέρη χαρμόσυνο μήνυμα.
- Μή φύγης, ἀδελφέ. Αὔριο θά ἔλθῃ ἕνα τᾶγμα ἀπό μᾶς γιά νά σέ
παραλάβη.
Τήν ἄλλη μέρα εἶπε στό Γέροντά του ὁ ὑποτακτικός:
- Μή φύγεις ἀπόψε ἀπό τό κελλί, Ἀββᾶ, γιατί θά ἔλθουν ἐκεῖνοι πού θά
μέ παραλάβουν.
Ὁ γερο-Έρημίτης ὑποσχέθηκε, μά σάν ἔφτασε ἡ ὤρα τοῦ πιοτοῦ, δέν ἦταν
τίποτε ἰκανό νά τόν συγκρατήση. Ὕστερα, δέν εἶχε πολυπιστέψει τά
λόγια τοῦ ὑποτακτικοῦ του.
- Δέν θά ἔλθουν σήμερα, μοῦ φαίνεται. Δέ βλέπεις πώς ἀργοῦνε; Ἴσως
νά ἄλλαξαν γνώμη, τοῦ εἶπε περιπαιχτικά καί πῆγε πρός τήν πόρτα.
- Ὤ, νά, ἔρχονται Ἀββᾶ, φώναξε μέ χαρά ὁ νέος.
Καθώς ἔλεγε αὐτά, σταύρωσε τά χέρια στό στῆθος καί παρέδωσε τήν ψυχή
του.
Ὁ γερο-ἐρημίτης ἔμεινε πολλή ώρα σαστισμένος ἀπ΄ αὐτό τό ξαφνικό.
Ὕστερα ἦλθε σέ συναίσθησι και, θρηνῶντας πικρά γιά τήν κατάστασί
του, ἔλεγε στόν ὑποτακτικό του, σάν νά τόν εἶχε ζωντανό μπροστά του:
- Ἀλλοίμονο σέ μένα τόν δυστυχή, πού γέρασα στήν ὀκνηρία. Ἐσύ, παιδί
μου, γιά μικρή ὑπομονή ἔσωσες τήν ψυχή σου.
Μά ἀπό τότε ἔκοψε μέ μιᾶς τήν κακή συνήθεια κι ἔβαλε ἀρχή νά περάσῃ
μέ σωφροσύνη κι ἐπιμέλεια τό ὑπόλοιπο τῆς ζωῆς του.
[Ἀπό τό βιβλίο "Σταλαγματιές από την πατερική σοφία", ἀδ. Θεοδώρας Χαμπάκη, Κεφ. Ζ, παρ. 2.31]