Ζ-2.33, ΥΠΟΤΑΓΗ, (20/9/23).ΤΑΠΕΙΝΟΦΡΟΣΥΝΗ

ΕΝΑΣ ἀπό τούς μεγάλους Πατέρας τῆς ἐρήμου συλλογίστηκε κάποτε:
- Ἄραγε σέ ποιοῦ ἁγίου μέτρα ἔχω φτάσει;
Μά ὁ ἀγαθός Θεός, γιά νά τόν προλάβη ἀπό τήν ὑψηλοφροσύνη, τοῦ φανέρωσε πώς στό γειτονικό Κοινόβιο ζοῦσε κάποιος μοναχός πολύ ἀνώτερός του στήν ἀρετή, πού θεωροῦσε ἐν τοῦτοις τόν ἑαυτό του πολύ ἁμαρτωλό καί τελευταῖο ἀπό ὅλους.
Ἐκκίνησε ἔτσι ἕνα πρωί ὁ Γέροντας νά ἐπισκεφθῇ τό Μοναστήρι καί ζήτησε ἀπό τόν Ἡγούμενο νά ἰδῇ ὅλους τούς μοναχούς. Ἐκεῖνος ἔδωσε εὐθύς διαταγή νά παρουσιαστοῦν στόν Ἅγιο ὅλοι οἱ μοναχοί. Ὁ Γέροντας παρατηροῦσε ἕναν-ἕναν μέ προσοχή, μά δέν ἔμεινε ἰκανοποιημένος. Δέν εἶδε ἀνάμεσά τους ἐκεῖνον πού τοῦ εἶχε ἀποκαλύψει ὁ Θεός.
- Πρέπει νά ὑπάρχῃ κι ἄλλος ἀδελφός στό Κοινόβιο, εἶπε στόν Ἡγούμενο.
- Ναί, ἀποκρίθηκε ἐκεῖνος, εἶναι ἀκόμη ἕνας, λιγάκι βλαμμένος στό μυαλό, πού δουλεύει στό χωράφι.
- Φέρετε κι αὐτόν, παρακάλεσε ὁ Ὅσιος.
Ὡδήγησαν μέ τή βία τόν ἀδελφό στόν Γέροντα. Ἐκεῖνος μόλις τόν εἶδε, τόν ἀγκάλιασε καί τόν φίλησε, γιατί γνώρισε στό πρόσωπό του ἐκεῖνον, πού τοῦ εἶχε φανερώσει ὁ Θεός. Ὕστερα τόν πῆρε παράμερα καί τόν παρακαλοῦσε νά τοῦ εἰπῇ ποιά ἦτο ἡ κρυφή του ἐργασία.
- Δέν κάνω τίποτε, Ἀββᾶ, ἔλεγε ἐκεῖνος. Ἐγώ εἶμαι ἄνθρωπος ἀνόητος, καθώς βλέπεις.
Μά ὁ Γέροντας δέν ἐννοοῦσε νά τόν ἀφήση, ἄν δέν τοῦ φανέρωνε τήν ἀρετή του. Τότε ὁ ἀδελφός ἀναγκάστηκε νά τοῦ ἐμπιστευθῆ:
- Ὁ Γέροντάς μου, Ἀββᾶ, ἀφ’ ὅτου ἦλθα στό Κοινόβιο, πρίν πολλά χρόνια, ἔβαλε τό βόδι τῆς Μονῆς στό κελλί πού δουλεύω καί κοιμᾶμαι. Αὐτό μοῦ σπάζει κάθε μέρα τό σχοινί πού πλέκω. Τριάντα χρόνια ὑπομένω αὐτή τή δοκιμασία κι οὔτε μιά φορά δέν ἄφησα τόν ἑαυτό του νά βάλῃ κακό λογισμό ἐναντίον τοῦ Ἀββᾶ μου. Οὔτε τό ζῶο ἔδειρα ποτέ. Πλέκω διαρκῶς ἀπό τήν ἀρχή τό σχοινί μου, εὐχαριστῶντας τό Θεό γιά τόν μικρό τοῦτο πειρασμό.
Θαύμασε ὁ Ἅγιος τήν ὑπομονή τοῦ καλοῦ ἐκείνου ὑποτακτικοῦ κι ἀπ’ αὐτή κατάλαβε καί τίς ὑπόλοιπες ἀρετές του.

[Ἀπό τό βιβλίο "Σταλαγματιές από την πατερική σοφία", ἀδ. Θεοδώρας Χαμπάκη, Κεφ. Ζ, παρ. 2.33]