Ζ-2.34, ΥΠΟΤΑΓΗ, (27/9/23).ΤΑΠΕΙΝΟΦΡΟΣΥΝΗ

ΕΝΑΣ νέος μοναχός, κατεβαίνοντας ἀπό τή σκήτη γιά τήν πόλι, πέρασε ἀπό τήν καλύβα τοῦ Ἀββᾶ Ἀμμοῦν καί τοῦ ἐξωμολογήθηκε:
- Ὁ Γέροντάς μου, Ἀββᾶ, μέ στέλνει στήν πόλι γιά δουλειά. Ἐγώ ὄμως, πού εἶμαι ἄνθρωπος μέ ἀδυναμίες, φοβοῦμαι τούς πειρασμούς.
- Κάνε ὑπακοή, τόν συμβούλεψε ὁ Ὅσιος, κι ἄν σοῦ συμβῆ πειρασμός, πές αὐτά τά λόγια: Ὁ Θεός τῶν δυνάμεων, δι’ εὐχῶν τοῦ Πατρός μου, λύτρωσέ με.
Ὁ ἀδελφός πῆρε θᾶρρος ἀπό τά λόγια τοῦ Ἀββᾶ καί πῆγε πρόθυμα στήν ὑπηρεσία του. Ὁ διάβολος ὄμως, πού καιροφυλακτοῦσε νά τόν βλάψη. Ἔβαλε μιά γυναίκα κακῆς διαγωγῆς νά τόν κλείση μέ τή βία στό ἀμαρτωλό ἄντρο της. Στήν ἀπελπισία του ὁ νέος, θυμήθηκε ξαφνικά τή συμβουλή τοῦ Ἀββᾶ Ἀμμοῦν καί φώναξε μέ πίστι: «Ὁ Θεός τῶν δυνάμεων, δι’ εὐχῶν τοῦ Πατρός μου, λύτρωσέ με».
Τότε βρέθηκε, χωρίς νά καταλάβῃ πῶς, στό δρόμο πού ὡδηγοῦσε στήν ἔρημο.

[Ἀπό τό βιβλίο "Σταλαγματιές από την πατερική σοφία", ἀδ. Θεοδώρας Χαμπάκη, Κεφ. Ζ, παρ. 2.34]