ΕΝΑΣ νέος μοναχός, κατεβαίνοντας ἀπό τή σκήτη γιά τήν πόλι, πέρασε
ἀπό τήν καλύβα τοῦ Ἀββᾶ Ἀμμοῦν καί τοῦ ἐξωμολογήθηκε:
- Ὁ Γέροντάς μου, Ἀββᾶ, μέ στέλνει στήν πόλι γιά δουλειά. Ἐγώ ὄμως,
πού εἶμαι ἄνθρωπος μέ ἀδυναμίες, φοβοῦμαι τούς πειρασμούς.
- Κάνε ὑπακοή, τόν συμβούλεψε ὁ Ὅσιος, κι ἄν σοῦ συμβῆ πειρασμός,
πές αὐτά τά λόγια: Ὁ Θεός τῶν δυνάμεων, δι’ εὐχῶν τοῦ
Πατρός μου, λύτρωσέ με.
Ὁ ἀδελφός πῆρε θᾶρρος ἀπό τά λόγια τοῦ Ἀββᾶ καί πῆγε πρόθυμα στήν
ὑπηρεσία του. Ὁ διάβολος ὄμως, πού καιροφυλακτοῦσε νά τόν βλάψη.
Ἔβαλε μιά γυναίκα κακῆς διαγωγῆς νά τόν κλείση μέ τή βία στό
ἀμαρτωλό ἄντρο της. Στήν ἀπελπισία του ὁ νέος, θυμήθηκε ξαφνικά τή
συμβουλή τοῦ Ἀββᾶ Ἀμμοῦν καί φώναξε μέ πίστι: «Ὁ Θεός
τῶν δυνάμεων, δι’ εὐχῶν τοῦ Πατρός μου, λύτρωσέ με».
Τότε βρέθηκε, χωρίς νά καταλάβῃ πῶς, στό δρόμο πού
ὡδηγοῦσε στήν ἔρημο.
[Ἀπό τό βιβλίο "Σταλαγματιές από την πατερική σοφία", ἀδ. Θεοδώρας Χαμπάκη, Κεφ. Ζ, παρ. 2.34]