Ζ-2.35, ΥΠΟΤΑΓΗ, (4/10/23).ΤΑΠΕΙΝΟΦΡΟΣΥΝΗ

ΕΛΕΓΕ στούς ἀδελφούς ὁ Ἀβραάμ, ὁ μαθητῆς τοῦ Ἀββᾶ Σισώη, πώς κάποτε εἶχε μεγάλο πόλεμο στή σάρκα. Βλέποντάς τον ἀνήσυχο καί λυπημένο ὁ Γέροντάς του, τό κατάλαβε καί, σηκώνοντας τά χέρια του στόν οὐρανό, προσευχήθηκε μ’ αὐτά τά λόγια:
- Κύριε, Σύ πού δέ θέλεις τόν θάνατο τοῦ ἁμαρτωλοῦ, ἐλέησε τόν δοῦλο σου τοῦτον καί λύτρωσέ τον ἀπό πειρασμό.
Προτοῦ ἀκόμη κατεβάσει τά χέρια του ὁ Ὅσιος, ὁ νέος εἶχε κι ὅλας ἀπαλλαγεῖ ἀπό τόν πόλεμό του.

[Ἀπό τό βιβλίο "Σταλαγματιές από την πατερική σοφία", ἀδ. Θεοδώρας Χαμπάκη, Κεφ. Ζ, παρ. 2.35]

●●●

Ζ-2.36, ΥΠΟΤΑΓΗ, (4/10/23).

Ὁ ΥΠΟΤΑΚΤΙΚΟΣ κάποιου Γέροντος πῆγε νά φέρη νερό ἀπό τό πηγάδι, πού ἦταν τρεῖς ὤρες μακριά ἀπό τήν καλύβα τους. Σάν ἔφτασε ἐκεῖ, θυμήθηκε πώς δέν εἶχε πάρει τό σχοινί μαζί του.
- Κύριε, βοήθησέ με σέ τούτη τήν ἀνάγκη· δι’ εὐχῶν τοῦ ἁγίου μου Γέροντος, προσευχήθηκε ὁ νέος μέ πίστι στό Θεό καί ἐμπιστοσύνη στις εὐχές τοῦ Ἀββᾶ του.
Εἶδε τότε μέ ἔκπληξι τό νερό τοῦ πηγαδιοῦ ν’ ἀνεβαίνῃ ὥς τό χεῖλος. Ὅταν γέμισε τά δοχεία του, τό νερό ξανακατέβηκε πάλι στήν κανονική του στάθμη.

[Ἀπό τό βιβλίο "Σταλαγματιές από την πατερική σοφία", ἀδ. Θεοδώρας Χαμπάκη, Κεφ. Ζ, παρ. 2.36]

●●●

Ζ-2.37, ΥΠΟΤΑΓΗ, (4/10/23).

Ὁ ΜΑΘΗΤΗΣ ἐνός ἄλλου Γέροντος πολεμήθηκε πολύ ἀπό σαρκική ἐπιθυμία και, μή μπορῶντας πιά ν’ ἀντισταθῇ, κατέβηκε στόν κόσμο καί βρῆκε γυναίκα νά νυμφευθῇ.
Ὁ Γέροντάς του ἦταν ἀπαρηγόρητος γιά τό πέσιμο τοῦ ἀδελφοῦ καί παρακάλεσε τό Θεό νά τόν σκεπάση νά μή χάσῃ τήν ἀγνότητα πού εἶχε ὑποσχεθεῖ ὅταν ἔγινε Μοναχός. Ὁ Θεός ἄκουσε τήν προσευχή τοῦ δούλου του καί παραχώρησε νά πεθάνῃ ὁ ἀδελφός τήν ἴδια μέρα πού εἶχε ὀρίσει γιά τό γᾶμο, χωρίς νά μολυνθῇ.

[Ἀπό τό βιβλίο "Σταλαγματιές από την πατερική σοφία", ἀδ. Θεοδώρας Χαμπάκη, Κεφ. Ζ, παρ. 2.37]