ΕΛΕΓΕ στούς ἀδελφούς ὁ Ἀβραάμ, ὁ μαθητῆς τοῦ Ἀββᾶ Σισώη, πώς κάποτε
εἶχε μεγάλο πόλεμο στή σάρκα. Βλέποντάς τον ἀνήσυχο καί λυπημένο ὁ
Γέροντάς του, τό κατάλαβε καί, σηκώνοντας τά χέρια του στόν οὐρανό,
προσευχήθηκε μ’ αὐτά τά λόγια:
- Κύριε, Σύ πού δέ θέλεις τόν θάνατο τοῦ ἁμαρτωλοῦ, ἐλέησε τόν δοῦλο
σου τοῦτον καί λύτρωσέ τον ἀπό πειρασμό.
Προτοῦ ἀκόμη κατεβάσει τά χέρια του ὁ Ὅσιος, ὁ νέος εἶχε κι ὅλας
ἀπαλλαγεῖ ἀπό τόν πόλεμό του.
[Ἀπό τό βιβλίο "Σταλαγματιές από την πατερική σοφία", ἀδ. Θεοδώρας Χαμπάκη, Κεφ. Ζ, παρ. 2.35]