ΕΝΑΣ ΕΝΑΣ Γέροντας ἔμενε μέ τό μαθητή του σέ μιά καλύβα στήν ἔρημο
τῆς Θηβαΐδος. Κάθε βράδυ, ὕστερα ἀπό τό Ἀπόδειπνο, φώναζε κοντά του
τόν ὑποτακτικό του ὁ Ἀββᾶς, ἄκουγε τήν ἐξομολόγησί του, τόν
συμβούλευε καί, τέλος, τοῦ ἔδινε τήν εὐχή του νά πάῃ νά κοιμηθῇ.
Μιά μέρα ἔτυχε νά πᾶνε πολλοί ἐπισκέπται νά συμβουλευθοῦν τόν
Γέροντα. Ἐκεῖνος ἔμεινε ὅλη τήν ήμέρα κοντά τους γιά νά τούς
νουθετήση καί νά τούς ξεκουράση ψυχικά. Σάν βράδυασε κι ἔφυγαν οἱ
ξένοι, μ’ ὅλο πού ἦταν κατάκοπος, ὁ γέροντας δέν παρέλειψε νά φωνάξῃ
τόν ὑποτακτικό του γιά τά συνηθισμένα τους καθήκοντα. Καθῶς ὅμως τοῦ
μιλοῦσε, ἐξαντλημένος, ἔπεσε σέ βαθύ ὕπνο. Ὁ νέος στάθηκε ἀκίνητος
στη θέσι του, μέ τά χέρια σταυρωμένα στό στῆθος καί περίμενε νά
ξυπνήσῃ ὁ Γέροντάς του, γιά νά δώσῃ εὐχή νά πάῃ νά πλαγιάσῃ. Μά
ἐκεῖνος δέν ξυπνοῦσε. Ἡ νύχτα προχωροῦσε. Ὁ ἀδελφός ἄρχισε νά
κουράζεται καί νά νυστάζῃ. Σκέφτηκε νά φύγῃ χωρίς εὐλογία, μά πάλι
δέν ἀποφάσιζε. Ἔφτασαν τά μεσάνυχτα κι ἑφτά φορές ὥς τότε τόν
πολέμησαν οἱ λογισμοί νά σηκωθῇ νά φύγῃ, ἀλλά ἀντιστάθηκε μέ
γενναιότητα.
Τέλος, σάν ἄρχισε νά ξημερώνῃ, ξύπνησε ξαφνικά ὁ Γέροντας και,
βλέποντας τό μαθητή του ὄρθιο στήν ἴδια θέσι, παραξενεύτηκε.
- Δέν πήγες νά πλαγιάσῃς ἀκόμη; τόν ρώτησε.
- Ὄχι, Ἀββᾶ, δέν μοῦ ἔδωσες εὐλογία.
- Γιατί δέ με ξυπνοῦσες, τέκνον μου;
- Σέ λυπόμουν πού ἤσουν κουρασμένος.
Εἴπαν μαζί τόν ὄρθρο κι ἔστειλε τόν νέο ὁ Γέροντας ν' ἀναπαυτῇ γιά
λίγο. Ἐκεῖνος συνέχισε τήν προσευχή του. Μά ξάφνου ἔπεσε σέ ἔκστασι
κι εἶδε μπροστά του Θεῖο Ἄγγελο νά τόν παίρνη ἀπό τό χέρι καί νά τόν
ὁδηγῇ σέ τόπο πού δέν περιγράφεται ἡ ὁμορφιά του. Ἔκεῖ τοῦ ἔδειξε ὁ
Ἄγγελος ἕνα θρόνο πού ἀκτινοβολοῦσε οὐράνιο φῶς κι ἐπάνω του ἑφτά
ὁλόχρυσα στεφάνια.
- Σέ ποιόν ἀνήκουν αὐτά; ρώτησε μέ θαυμασμό ὁ Γέροντας.
- Στό μαθητή σου, ἀποκρίθηκε ὁ Ἄγγελος. Τόν τόπο καί τόν θρόνο τοῦ
ἔχει ἐτοιμάσει πρό πολλοῦ, γιά τήν καλή ὑπακοή του, ὁ Θεός. Μά τά
ἑφτά στεφάνια, τά κέρδισε μέ μιᾶς αὐτή τή νύκτα.
Σάν ἦλθε στόν ἑαυτό του ὁ Γέροντας φώναξε τό μαθητή του καί τόν
ἐξέταζε τί λογισμούς εἶχε τήν περασμένη νύχτα πού εἶχε μείνει
ἄγρυπνος.
Ὁ νέος βασάνισε τό μυαλό του γιά πολύ, μά ὕστερα θυμήθηκε:
- Ἑφτά φορές, Ἀββᾶ μου, μέ πολέμησε ὁ λογισμός μου νά πάω νά
πλαγιάσω χωρίς εὐχή, μά ἀντιστάθηκα σ’ αὐτόν καί τελικά δέν πῆγα.
Ἐθαύμασε τήν καρτερία τοῦ ὑποτακτικοῦ του ὁ Γέροντας, μά δέν τοῦ
φανέρωσε τό ὄραμα, γιά νά μή τόν ζημιώση. Στούς ἄλλους ὅμως
ὑποτακτικούς τό διηγόταν συχνά γιά νά πάρουν καλό παράδειγμα.
[Ἀπό τό βιβλίο "Σταλαγματιές από την πατερική σοφία", ἀδ. Θεοδώρας Χαμπάκη, Κεφ. Ζ, παρ. 2.38]